αλλαξο-

αλλαξο-
Γλωσσ.
α' συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο- ως α' συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης, ανταλλαγής».Παραδείγματα συνθέτων λ. με α' συνθετικό αλλαξο- από τα Νέα Ελληνικά: αλλαξοβασιλίκι, αλλαξοβρόχι, αλλαξογλωσσία, αλλαξογνωμώ, αλλαξοδρομιά, αλλαξοδρομώ, αλλαξοεθνία, αλλαξοθρησκεία, αλλαξοθωριάζω, αλλαξοκαιριά, αλλαξοκαιρίζω, αλλαξοκωλιά, αλλαξομήνι, αλλαξομιλώ, αλλαξομουριάζω, αλλαξομουσουδιάζω, αλλαξομουτσουνιάζω, αλλαξοπατριαρχία, αλλαξοπερπατώ, αλλαξόπιστος, αλλαξοποδαριάζω, αλλαξοπρόσωπος, αλλαξοσειρίζω, αλλαξοσπορά, αλλαξοστρατιά, αλλαξοστρίφι, αλλαξοφαγιά, αλλαξοφαγίζω, αλλαξοφεγγαριά, αλλαξοφεγγιά, αλλαξοφορώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλλαξο- — πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων με το οποίο δείχνεται αλλαγή, μεταβολή, ανταλλαγή κτλ. του σημαινόμενου από το δεύτερο συνθετικό: αλλαξογλωσσιά, η (αλλαγή της γλώσσας), αλλαξοθρησκία, η (αλλαγή θρησκείας, αλλαξοπιστία), αλλαξοκαιριά, η (αλλαγή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμειψι- — ἄμειψι (Α) ά συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής, που ετυμολογικά προέρχεται από το θέμα αορίστου ἤμειψα τού ρημ. ἄμείβω «αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταβάλλω». Στις λέξεις προσδίδει συνήθως τη σημασία «τής αλλαγής, τής μεταβολής, τής… …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοβασιλίκι — το 1. η μεταβολή τής πολιτικής καταστάσεως μιας χώρας 2. η έλευση τής βασιλείας τού Αντίχριστου. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλαξο * + βασιλίκι] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοβρόχι — το μεταβολή τού καιρού προς τη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + βροχή] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξογλωσσία — η η αλλαγή τής γλώσσας, βαθμιαία και ασυναίσθητη αποβολή τής μητρικής γλώσσας με την εκμάθηση ξένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + γλώσσα] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξογνωμώ — ( έω) αλλάζω γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοδρομιά — η (για πλοίο) αλλαγή πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοδρομώ — ( έω) αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοεθνία — η αλλαγή εθνικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + έθνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”